- ἀπολογεῖται
- ἀπολογέομαιspeak in defencepres ind mp 3rd sg (attic epic doric aeolic)ἀπολογέομαιspeak in defencepres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακροατήριο — (Νομ.). Ως δικαστικός όρος, σημαίνει την αίθουσα όπου διεξάγονται οι δίκες. Είναι ο χώρος όπου συνεδριάζει το δικαστήριο για να ερευνήσει την υπόθεση και να απαγγείλει την απόφαση. Εκεί εξετάζονται οι μάρτυρες και οι πραγματογνώμονες (αν… … Dictionary of Greek
ανακοίνωση — Κοινοποίηση, γνωστοποίηση, αναγγελία, επίσημη μετάδοση πληροφορίας. Στη ρητορική, α. αποκαλείται ένα σχήμα με το οποίο ο ρήτορας προσποιείται ότι ζητάει τη συμβουλή των ακροατών του, του αντιδίκου ή των δικαστών (στο δικαστήριο). Αυτό γίνεται… … Dictionary of Greek
απολογητής — ο (θηλ. τρια, η) αυτός που απολογείται, που συνηγορεί για κάποιον οἱ Ἀπολογηταί οι χριστιανοί λόγιοι που αναλάμβαναν την υπεράσπιση του χριστιανισμού από την πολεμική των εχθρών του κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες … Dictionary of Greek
ευαπολόγητος — η, ο (ΑΜ εὐαπολόγητος, ον) αυτός που εύκολα επιδέχεται απολογία (επομένως και αθώωση), αυτός για τον οποίο απολογείται κάποιος εύκολα, αυτός τον οποίο εύκολα αντικρούει κάποιος απολογούμενος («ευαπολόγητη βιαιοπραγία») αρχ. αυτός που είναι ικανός … Dictionary of Greek
Ξανθίππη — I (5ος αι. π.Χ.). Σύζυγος του φιλόσοφου Σωκράτη. Κατά την παράδοση, ήταν πρότυπο κακής και δύστροπης συζύγου. Οι νεότεροι φιλόλογοι ισχυρίζονται πως είναι υπερβολικές αυτές οι κρίσεις. Δεν είναι καθόλου απίθανο να υπήρχαν προστριβές μεταξύ τους,… … Dictionary of Greek